- θυμάγροικος
- θυμάγροικος, -ον (Α)αυτός που έχει άξεστη ψυχή ή αγροίκο νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άγροικος «αγροίκος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμάγροικος — of clownish spirit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυλάγροικος — θυλάγροικος, ον (Α) άξεστος, υπερβολικά αγροίκος, αυτός που έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θυλακ άγροικος (< θύλαξ + άγροικος) με απλολογία (πρβλ. θυμάγροικος)] … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek